- τῆνε
- ἐκεῖνοςthe person theremasc voc sg (doric)τῆνοςthe person theremasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τῆνε — Τῆνος the person there fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τῆν' — Τῆνε , Τῆνος the person there fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
τῆν' — τῆνα , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc pl (doric) τῆνο , ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc sg (doric) τῆνε , ἐκεῖνος the person there masc voc sg (doric) τῆναι , ἐκεῖνος the person there fem nom/voc pl (doric) τῆνα , τῆνος the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
εξαναγκάζω — (AM ἐξαναγκάζω) επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.) αρχ. 1. προκαλώ την έξοδο… … Dictionary of Greek
κοντά — (I) (Μ κοντά) επίρρ. 1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της») 2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — και ματαπιάνω (Μ μεταπιάνω) 1. πιάνω ή παίρνω ξανά στα χέρια μου («από τότε που έπαθε καρδιακό επεισόδιο υποσχέθηκε να μη ματαπιάσει χαρτιά στα χέρια του») 2. (σχετικά με τέχνη ή επάγγελμα) ασχολούμαι ή καταγίνομαι πάλι με κάτι ή επιδίδομαι πάλι… … Dictionary of Greek
ξεδιπλώνω — (Μ ξεδιπλώνω) ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.) νεοελλ. 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει») 2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» χορταίνω («βαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας… … Dictionary of Greek
Τιτῆν' — Τῑτῆνα , Τιτάν the Titans masc acc sg (ionic) Τῑτῆνι , Τιτάν the Titans masc dat sg (ionic) Τῑτῆνε , Τιτάν the Titans masc nom/voc/acc dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)